- βλογιοκομμένος
- -η, -οαυτός που έχει στο πρόσωπο τις χαρακτηριστικές ουλές που αφήνει η νόσος ευλογιά (βλογιά).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλογιοκομμένος — βλογιοκομμένος, η, ο και βλογοκομμένος, η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπό του σημάδια από εξανθήματα ευλογιάς: Το πρόσωπό του είναι βλογιοκομμένο από τότε που αρρώστησε, στην παιδική του ηλικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευλογιοκομμένος — η, ο και βλογιοκομμένος, η, ο αυτός που έχει στο πρόσωπο τα στίγματα, τις ουλές τού εξανθήματος τής νόσου ευλογιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογιά + κομμένος (< κόβω)] … Dictionary of Greek
ξεβλογιάρης — ξεβλογιάρης, α, ικο (Μ) αυτός που έχει στο πρόσωπο του σημάδια, ουλές από ευλογιά, βλογιοκομμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βλογιάρης] … Dictionary of Greek
ευλογιοκομμένος — η, ο βλ. βλογιοκομμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)